έπαυλος

έπαυλος
ἔπαυλος, ο (Α) [αυλή]
(συν. στον πληθ. οἱ ἔπαυλοι και τὰ ἔπαυλα)
τόπος περιφραγμένος όπου διανυκτερεύουν ζώα, στάβλος, μάντρα, μαντρί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔπαυλος — fold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαύλων — ἔπαυλος fold masc gen pl ἔπαυλος fold neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαύλους — ἔπαυλος fold masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπαυλα — ἔπαυλος fold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπαυλ' — ἔπαυλι , ἔπαυλις steading fem voc sg ἔπαυλα , ἔπαυλος fold neut nom/voc/acc pl ἔπαυλε , ἔπαυλος fold masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”